- ηλιακός
- Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης.
* * *και λιακός, -ή, -ό (AM ἡλιακός, -ή, -όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, -ή, -όν) [ήλιος]αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται από τον ήλιο (α. «ηλιακό φως» β. «ηλιακές ακτίνες»)νεοελλ.1. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο λιακός ή το λιακόο τόπος όπου λιάζουν τα σύκα ή άλλα προϊόντα, δώμα, λιακωτό, ταράτσα2. (φρ. α) «ηλιακό έτος» — το αστρικό έτοςβ) «ηλιακό σύστημα» — το σύνολο τών πλανητών και τών δορυφόρων τους που στρέφονται γύρω από τον ήλιο και τον ακολουθούν στην τροχιά τουγ) «ηλιακός κύκλος» — χρονική περίοδος έντεκα ετών, που οριοθετείται μεταξύ δύο διαδοχικών εποχών κατά τις οποίες παρατηρείται ο ελάχιστος αριθμός ηλιακών κηλίδωνδ) «ηλιακό ρολόγι» — ειδική διάταξη που δείχνει τις ώρες τις ημέρας με την πρόσπτωση τής σκιάς ενός γνώμονα πάνω σε γραμμές, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε ορισμένη ώραε) «ηλιακός χρόνος» — χρόνος που μετράται με βάση την κίνηση περιφοράς τής γης γύρω από τον ήλιοστ) «ηλιακό ημερολόγιο» — σύστημα χρονολόγησης, που βασίζεται στο έτος τών τεσσάρων εποχών1) «ηλιακές κηλίδες» — στρόβιλοι αερίων στην επιφάνεια τού ήλιου, οι οποίοι συνδέονται με μια έντονη τοπική μαγνητική δραστηριότηταη) «ηλιακή ακτινοβολία» — ηλεκτρομαγνητική ενέργεια που εκπέμπεται από τον ήλιοθ) «ηλιακός συσσωρευτής» ή «ηλιοσυσσωρευτής» — διάταξη που μετατρέπει την ηλιακή φωτεινή ενέργεια σε ηλεκτρικό ρεύμα μικρής ισχύος(νεοελλ.- μσν.)1. προσήλιος, προσηλιακός, ευήλιος, αυτός που τόν βλέπει ο ήλιος («ηλιακό δωμάτιο», τόπος κ.λπ.)2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ηλιακός, το ηλιακό(ν)εξώστης, λιακωτό, μπαλκόνι που εκτίθεται στον ήλιο, χαγιάτιαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡλιακή (ενν. περίοδος)το ηλιακό έτος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡλιακός (ενν. οίνος)είδος κρασιού που κατασκεύαζαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι με σταφίδες και μέλι3. φρ. α) «ηλιακός κύκλος» — ο κύκλος τού ήλιου, η εκλειπτικήβ) «κάνθαρος ηλιακός» — ηλιοκάνθαροςγ) «τροχίσκος ηλιακός» — κάποιο μαγικό φάρμακο.επίρρ...ἡλιακῶς (Α)κατά την περίοδο τού ηλιακού έτους.
Dictionary of Greek. 2013.